- ἀμφοτέραισι
- ἀμφότεροςeitherfem dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρόμβος — ῥόμβος, ΝΜΑ, και ῥύμβος Α 1. παραλληλόγραμμο μη ορθογώνιο που έχει τις τέσσερεις πλευρές του ίσες 2. ζωολ. ονομασία διαφόρων ψαριών 3. λόγια ονομασία τής σβούρας 4. ρομβοειδές τμήμα ξύλου το οποίο προσαρμόζεται σε χειρολαβή από τη μία επιμήκη… … Dictionary of Greek